κοφινέλο

κοφινέλο
το
αλιευτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ψαριών που κινούνται κατά σμήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοφίνι + κατάλ. -έλο (< ιταλ. -ello), πρβλ. μοντ-έλο, καπ-έλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”